- ξήλωμα
- το [ξηλώνω]1. άνοιγμα τών ραφών ενδύματος, κόψιμο τών ραφών, ξέραμμα2. αφαίρεση τών καρφιών που συνδέουν δύο αντικείμενα, ξεκάρφωμα3. διάλυση αντικειμένου στα τμήματα από τα οποία απαρτίζεται4. το σημείο όπου κάτι έχει ξηλωθεί5. διάλυση μηχανής στα συστατικά της μέρη, ξεμοντάρισμα6. μτφ. ματαίωση, παρεμπόδιση, χάλασμα («τελειώνουν τα ξηλώματα, το δυνατό απαλένει» Ερωτόκρ.).
Dictionary of Greek. 2013.